Ο
υπο-προσδιορισμός στο έργο της Πολυξένης Κασδά
Εισήγηση της ιστορικού τέχνης Μαριάνας Ζήκου, Στοά του Βιβλίου, 2/6/2016
Θα
προσπαθήσω να παραθέσω κάποιες σκέψεις για το γραπτό έργο της Πόλυς Κασδά σε
σχέση με ένα από τα πρώτα της βιβλία 'το συνειδητό μάτι' και το πιο πρόσφατο
'όταν με κατάπιε εκείνη η λέξη'. Θα τα συνδέσω με μια επιστημολογική έννοια και
με μια αλληγορία.
Ο κ.
Αλμυράντης έκανε μόλις μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση εκκινώντας από τη λέξη
που χρησιμοποίησε στον τίτλο της παρουσίασής του, μίλησε για τον
υπερ-προσδιορισμό στο έργο της Πόλυς Κασδά. Mου έδωσε έτσι την ιδέα να αναπτύξω κι εγώ αυτή την έννοια προς μια
διαφορετική κατεύθυνση όμως, προς το αντώνυμό της, να μιλήσω δηλαδή για τον
υπο-προσδιορισμό στο έργο της Κασδά.
Εκκινώντας
από τη δυναμική αυτού του προθήματος, το υπο-, ο υπο-προσδιορισμός στα πλαίσια
αυτής της παρουσίασης χρησιμοποιείται με διπλη ερμηνεία.
Από τη
μία ο υπο-προσδιορισμός είναι μια επιστημολογική έννοια, η οποία αμφισβητεί τη
μονοσήμαντη προσέγγιση της εμπειρίας. Θεωρείται αδύνατο δηλαδή η εμπειρία να
ερμηνευθεί ολοκληρωτικά μέσα από κάποιο αξίωμα. Αυτή η σκέψη αντανακλάται στα
θεωρήματα μη πληρότητας του Γκέντελ και επεκτείνεται στον φιλοσοφικό όρο του
Ντεριντά, την αποδόμηση, που αναφέρεται στο άπειρο της γλωσσικής εμπειρίας αλλά
και στο αδιέξοδο του νοήματος.
Ο
υπο-προσδιορισμός υπό αυτή την έννοια εγγράφεται στο έργο της Πόλυς Κασδά ως
διάσπαρτα ίχνη από γλώσσα, αντικείμενα, επιτελέσεις, συνευρέσεις, και άλλες
αποτυπώσεις όπως τηλεοπτικές εκπομπές, κτίρια και νέα μέσα, τα οποία
συναρμολογημένα πότε αποκαλύπτουν και πότε επικαλύπτουν τον πυρήνα της σκέψης
της. Έναν πυρήνα που έλκει σε τροχιά επιστημονικές θεωρίες της υπολογιστικής
και γνωσιακής επιστήμης και μαζί τη φιλοσοφική και εφαρμοσμένη διάσταση της εμπειρίας.
'Το
συνειδητό μάτι' λοιπόν, από τα πρώτα βιβλία της Πόλυς Κασδά, θα έλεγα ότι
συνδέεται με την πρώτη ερμηνεία του υπο-προσδιορισμού, την επιστημολογική. Η
Πόλυ Κασδά ξεκινά μια πρωτότυπη και συστηματική εξερεύνηση της ανθρώπινης
εμπειρίας και των διανοητικών διαδικασιών που βρίσκονται πίσω από τα έργα των
καλλιτεχνών και τα καλλιτεχνικά κινήματα του 20ου αιώνα. Χρησιμοποιεί το
ανθρώπινο μάτι σαν διεπαφή, το μάτι γίνεται ένα σχεδόν μηχανικό
εξάρτημα-εργαλείο, το οποίο δημιουργεί έναν δίαυλο μεταξύ της εσωτερικής
πραγματικότητας και της εξωτερικής τοπολογίας.
Το βιβλίο
ξεκινάει με δύο ερωτήσεις “τι έπαθαν λοιπόν πολλοί καλλιτέχνες και
σταμάτησαν να ζωγραφίζουν; Τι κρύβεται πίσω από αυτήν τη σιωπή που πήρε τόσες
παράξενες μορφές;” Σε αυτά τα ερωτήματα η Πόλυ Κασδά δημιουργεί θεωρητικούς
σχηματισμούς, πολύ γόνιμους, αντιστοιχώντας επιστημονικές θεωρίες και
τεχνολογίες με καλλιτεχνικές μεθόδους και τη φιλοσοφική γνώση.
Ήδη όμως
στο προοίμιο του βιβλίου θίγει λακωνικά το ζήτημα του υπο-προσδιορισμού,
γράφοντας: “Αυτό το δοκίμιο πάνω στη φύση της σύγχρονης τέχνης και της
όρασης είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου”. Στις τελευταίες σελίδες του
βιβλίου περιγράφει ήδη την κατάλυση της ασφάλειας, την αποσάρθρωση των
συμβατικών δομών και μαζί την απόσυρση των λέξεων.
Οι
παρατηρήσεις αυτές ανοίγουν ήδη το δρόμο στη δεύτερη ερμηνεία του
υπό-προσδιορισμού, σε μια δημιουργική-εμπειρική προέκταση του όρου, που μπορεί
να συνδεθεί με το νέο βιβλίο της Πόλυς Κασδά 'όταν με κατάπιε εκείνη η λέξη'.
Το βιβλίο
μάς εισάγει σε μια αγριευτική εξερεύνηση σε ό,τι βρίσκεται υπό, κάτω από την
επικράτεια του ορατού και της καθησυχαστικής σημειολογίας, στα ανεικονικά πεδία
της καλλιτεχνικής εμπειρίας, της αμφισημίας, της κατάλυσης του υποκειμένου και
τελικά της κατάλυσης του ίδιου του κειμένου σε υπό-κείμενα, σε λέξεις-σύμβολα
που περικλείουν συμπυκνωμένους ανοίκειους κόσμους, για να καταλυθούν και οι
λέξεις με τη σειρά τους σε γλύφους, στη μικρότερη μονάδα διάσπασης της γλώσσας,
να γίνουν αντικείμενα και αντί-κείμενα, μη-κείμενα, σε ένα ταξίδι καταβύθισης
στα υποστρώματα της γλώσσας, στους υποθαλάμους της εμπειρίας και στους
υπό-λογισμούς της αντίληψης.
Έτσι
ξεκινά λοιπόν η μεγάλη βουτιά, ένας επίμονος αναστοχασμός προς τον πυρήνα της
εμπειρίας που περιγράφεται στο 'όταν με κατάπιε εκείνη η λέξη'. Εκεί η Πόλυ
Κασδά παρατηρεί για 'το συνειδητό μάτι', το άλλο της βιβλίο: “μετά την
έκδοση είχα μείνει πάλι με την δίψα του ανικανοποίητου: Αυτό το κάτι το
ουσιαστικό που λείπει”.
Η πορεία
των επόμενων 25 χρόνων θα γινόταν ακριβώς αυτό, ο τόπος ανάδυσης του
παγόβουνου, του ουσιαστικού, μια τρομερή καταβύθιση στον πυρήνα της γνώσης και
της εμπειρίας. Μια εξερεύνηση τόσο τολμηρή, επίμονη και παραγωγική, που συχνά
προλαμβάνει τις εξελίξεις στην τεχνολογία και τη γνωσιακή επιστήμη, όπως μέσα
από την πρότασή της Μύθος/Δίκτυο, όπου συνθέτει μια ιδεογραφία του διαδικτύου
πριν αυτό εμφανιστεί.
Παράλληλα
όμως, οι εξερευνήσεις στην άλλη όψη της λογικής, στο σκοτάδι της εμπειρίας και
του αποδομημένου νοήματος, έχουν και τον αντίκτυπό τους. Στο 'όταν με κατάπιε
εκείνη η λέξη' αποκαλύπτει ότι τολμώντας τότε να δημοσιεύσει το δοκίμιό της
'Πυρίσπορος', τρόμαξε και έχασε το κοινό που είχε κερδίσει με 'το συνειδητό
μάτι'.
Καθώς
συνεχίζει την έρευνά της στη φιλοσοφική διάσταση του υπολογιστή και στη
γνωσιακή επιστήμη, το φαντασιακό της που προλαμβάνει τις νέες ανακαλύψεις, την
αφήνει ενίοτε χωρίς επιστημονικά εργαλεία. Καταφεύγει τότε σε επιστημονικοφανή
αξιώματα και στοιχεία, κάποια από τα οποία τεκμηριώνονται στη συνέχεια και
γίνονται αποδεκτές επιστημονικές θεωρίες, ενώ άλλα ακροβατούν ακόμα και ίσως
για πάντα ανάμεσα στο εξωλογικό, την αλχημεία και το μύθο. Δε θα τα αποποιηθεί
σαν χρήσιμα εργαλεία, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Όμως, πώς αλλιώς; Αυτά που
βλέπει απευθείας η ψυχή, διανοητικά εκφράζονται σα μια απουσία από όπου οι
λέξεις επιστρέφουν τρελαμένες”.
Από εκεί
και έπειτα, αν και η δημιουργική και ερευνητική της πορεία συνεχίζεται
εντατικά, θα αρχίσει συνειδητά και μεθοδικά να υποκρύπτει την πραγματική τους
διάσταση. Στον 'όταν με κατάπιε εκείνη η λέξη' η ίδια θα αναφερθεί στη
δημιουργία ενός 'αυτοτροφοδοτούμενου καταφυγίου' το οποίο παίρνει τη μορφή ενός
μάλλινου κουκουλιού: “...άρχισα,” γράφει, “να πλέκω γύρω μου μια
κουβέρτα, χωρίς τέλος, ούτε αρχή. Το πλεκτό μεγάλωνε πόντο πόντο πέρα από τον
εαυτό του, υψωνόταν πάνω στους τοίχους και κύρτωνε σαν αψιδωτό κύμα
σαβανώνοντας με μέσα σε ένα μάλλινο κουκούλι σε μέγεθος δωματίου”.
Αυτή η
ερμητική κατασκευή μπορεί να βρει το αντίστοιχό της σε μια αρχιτεκτονική
αλληγορία, το Κτίσμα του Κάφκα, το τελευταίο του κείμενο πριν πεθάνει που
έμεινε και ημιτελές. Το καφκικό κτίσμα μπορεί να ερμηνευθεί ως η συγκλονιστική
προσπάθεια ενός ατόμου να διαφυλάξει την ασφάλεια και ακεραιότητά του, όταν
τολμά να αποκαλύψει το έρεβος της ατομικής του εμπειρίας.
Σαν σε
διαλογική σχέση με το πλάσμα του καφκικού κτίσματος στη λαβυρινθώδη του υπόγεια
κατασκευή, η Πόλυ Κασδά γράφει: “Είχα μάθει να προστατεύω το πείραμά μου από
τα ανεξέταστα βλέμματα, κρύβοντας την πραγματική του διάσταση πίσω από λόγια
σοβαροφανή και ευκολοχώνευτα. Ήμουν συνεχώς σε επιφυλακή μη μου χαλάσει κάτι
και δεν προλάβω να δω που θα με πάει αυτή η περιπέτεια. Μια σαρκαστική
αμφιβολία να κατάφερνε να σφηνωθεί στο μαγικό μου οικοδόμημα και όλα θα
κατέρρεαν μέσα στον εαυτό τους”.
Η
αποκάλυψη αυτής της τόσο εύθραυστης και ενδόμυχης παραδοχής, και παράλληλα η
ασυμβίβαστη αποφασιστικότητα να συνεχίσει την καταβύθιση, αποδεικνύονται
οι ακρογωνιαίοι λίθοι για τη δημιουργία του αλληγορικού βιωματικού αφηγήματός
της 'όταν με κατάπιε εκείνη η λέξη' και μαζί, η συμβολική κατάλυση του καφκικού
καταφυγίου.
Το
αλληγορικό αυτό αφήγημα λοιπόν, αποτελεί μια επιτομή για την έννοια της
εμπειρίας και του φαντασιακού μέσα από την καλλιτεχνική έρευνα· ένα κάλεσμα για
να τολμήσουμε να αναδύσουμε κι εμείς μαζί τις αχαρτογράφητες διαστάσεις της
νόησής μας. Το 'συνειδητό μάτι' συνεχίζει την αναζήτησή του στις πιο
ασύλληπτες, αμφιλεγόμενες και ενδο-πραγματικές διαστάσεις της ύπαρξής του.
25.5.2016 Αθήνα
Το αφήγημα της Πόλυ Κασδά,'όταν με κατάπιε εκείνη η λέξη'
διατείθεται στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, Ακαδημίας 32 και Λυκαβηττού, Αθήνα
Το αφήγημα της Πόλυ Κασδά,'όταν με κατάπιε εκείνη η λέξη'
διατείθεται στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, Ακαδημίας 32 και Λυκαβηττού, Αθήνα